- προσθίδιος
- προσθίδιος, α, ον, poet. for sq., Nonn.D.1.316.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσθίδιος — και προστίζιος, ον, Α (ποιητ. τ.) πρόσθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + κατάλ. ίδιος (πρβλ. οπισθ ίδιος)] … Dictionary of Greek
προσθιδίους — προσθίδιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθίδια — προσθίδιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστίζιος — α, ον, Α βλ. προσθίδιος … Dictionary of Greek
υπαπροσθίδιος — ον, Α [προσθίδιος] 1. προηγούμενος, προγενέστερος 2. πρώτος, αρχικός … Dictionary of Greek